πουλί

πουλί
και παλ. τ. πουλλί, το, ΝΜ
πτηνό («καθ' ἕνα δ' ἀπὸ τὰ πουλιὰ 'κηλάδει τὴν λαλιὰν του», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. νεοσσός, κυρίως κότας
2. μτφ. πέος
3. φρ. α) «ελεύθερος σαν πουλί» — χωρίς καμία δέσμευση ή υποχρέωση
β) «τρέχει σαν πουλί» — τρέχει πάρα πολύ γρήγορα
γ) «τού πουλιού το γάλα» — μεγάλη ποικιλία και αφθονία εκλεκτών πραγμάτων ιδίως εδεσμάτων («στο σπίτι τους θα βρεις και τού πουλιού το γάλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούλος / πούλλος «νεοσσός πτηνού» (< λατ. pullus) + υποκορ. κατάλ. -ί(ον) (πρβλ. παιδ-ί < παιδίον < παίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πούλι — το, Ν 1. πεσσός, πιόνι επιτραπέζιου παιχνιδιού 2. η πούλια 3. γραμματόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pul < αρχ. φόλλις «μικρό νόμισμα» (< λατ. follis)] …   Dictionary of Greek

  • πουλί — το 1. πτηνό γενικά. 2. ο νεοσσός της κότας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πούλι — το (λ. τουρκ.) 1. πεσσός στο τάβλι, σκάκι, ντάμα, αλλ. πιόνι. 2. μικρό στρογγυλό και επίπεδο διακοσμητικό ενδυμάτων κ.ά. που ιριδίζει: Στο γιακά και στα μανίκια να βάλεις πούλια, αλλ. πούλια, η. 3. γραμματόσημο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγαμι — Πουλί της τάξης των γερανομόρφων. Πετάει λίγο και έχει το μέγεθος της κότας, εκτός από τον λαιμό και ιδίως τα πόδια του, που είναι πολύ μεγαλύτερα. Το φτέρωμά του είναι μαυροπράσινο στην πλάτη, άσπρο στον λαιμό και κοκκινωπό στην κοιλιά. Ζει σε… …   Dictionary of Greek

  • αιγκρέτα ή εγκρέτα — Πουλί πελαργόμορφο της οικογένειας των ερωδιιδών ή αρδεϊδών. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. και άνοιγμα φτερών περίπου 1 μ. Το ισχυρό μαύρο ράμφος της είναι μακρύ, λεπτό και ευθύ. Ο λαιμός της δεν μπορεί να κάνει πλάγιες κινήσεις και τον εκτείνει… …   Dictionary of Greek

  • αιματοποδίτης — Πουλί της οικογένειας των αιματοποδιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Το όνομά του οφείλεται στο χρώμα των ποδιών του που είναι συνήθως κόκκινα σαν το αίμα. Τρέφεται με στρείδια και διάφορες αχιβάδες που τις ανοίγει με το μακρύ και δυνατό ράμφος …   Dictionary of Greek

  • άλκα — Πουλί της τάξης των απτηνοδυτόμορφων, ύψους ενός μέτρου, όμοιο στην όψη με πιγκουΐνο. Ζούσε στις βόρειες πολικές περιοχές, ιδίως στην Ισλανδία και στο Λαβραδόρ, έχει όμως εξαφανιστεί από το τέλος του περασμένου αιώνα εξαιτίας του εντατικού… …   Dictionary of Greek

  • άλκα τόρδα — Πουλί της οικογένειας των αλκιδών (αλκίμορφα). Ζει στον Βόρειο Ατλαντικό. Έχει συνολικό μήκος σχεδόν μισό μέτρο, πεπλατυσμένο και κοφτερό στα άκρα του ράμφος, κοντές φτερούγες και ουρά, πόδια κοντά, πολύ προς τα πίσω, με τρία δάχτυλα που… …   Dictionary of Greek

  • αβοκέτη — Πουλί καλοβατικό, της τάξης των χαραδριόμορφων. Τον χειμώνα ζει στις βόρειες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Την άνοιξη μεταναστεύει στην κεντρική Ασία και στην Ευρώπη, όπου φτάνει έως την Ολλανδία και τη Δανία. Στην Ελλάδα είναι διαβατικό… …   Dictionary of Greek

  • αιγοθήλης — Πουλί της οικογένειας των αιγοθηλιδών ή καπριμουλγιδών, με πολυάριθμα είδη διαδεδομένα σε όλη τη Γη, εκτός από ορισμένα νησιωτικά συμπλέγματα του Ειρηνικού και από τις πολικές περιοχές. Είναι γνωστός και με τα κοινά ονόματα λαγοβυζάστρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”