πούλι — το, Ν 1. πεσσός, πιόνι επιτραπέζιου παιχνιδιού 2. η πούλια 3. γραμματόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pul < αρχ. φόλλις «μικρό νόμισμα» (< λατ. follis)] … Dictionary of Greek
πουλί — το 1. πτηνό γενικά. 2. ο νεοσσός της κότας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πούλι — το (λ. τουρκ.) 1. πεσσός στο τάβλι, σκάκι, ντάμα, αλλ. πιόνι. 2. μικρό στρογγυλό και επίπεδο διακοσμητικό ενδυμάτων κ.ά. που ιριδίζει: Στο γιακά και στα μανίκια να βάλεις πούλια, αλλ. πούλια, η. 3. γραμματόσημο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγαμι — Πουλί της τάξης των γερανομόρφων. Πετάει λίγο και έχει το μέγεθος της κότας, εκτός από τον λαιμό και ιδίως τα πόδια του, που είναι πολύ μεγαλύτερα. Το φτέρωμά του είναι μαυροπράσινο στην πλάτη, άσπρο στον λαιμό και κοκκινωπό στην κοιλιά. Ζει σε… … Dictionary of Greek
αιγκρέτα ή εγκρέτα — Πουλί πελαργόμορφο της οικογένειας των ερωδιιδών ή αρδεϊδών. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. και άνοιγμα φτερών περίπου 1 μ. Το ισχυρό μαύρο ράμφος της είναι μακρύ, λεπτό και ευθύ. Ο λαιμός της δεν μπορεί να κάνει πλάγιες κινήσεις και τον εκτείνει… … Dictionary of Greek
αιματοποδίτης — Πουλί της οικογένειας των αιματοποδιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Το όνομά του οφείλεται στο χρώμα των ποδιών του που είναι συνήθως κόκκινα σαν το αίμα. Τρέφεται με στρείδια και διάφορες αχιβάδες που τις ανοίγει με το μακρύ και δυνατό ράμφος … Dictionary of Greek
άλκα — Πουλί της τάξης των απτηνοδυτόμορφων, ύψους ενός μέτρου, όμοιο στην όψη με πιγκουΐνο. Ζούσε στις βόρειες πολικές περιοχές, ιδίως στην Ισλανδία και στο Λαβραδόρ, έχει όμως εξαφανιστεί από το τέλος του περασμένου αιώνα εξαιτίας του εντατικού… … Dictionary of Greek
άλκα τόρδα — Πουλί της οικογένειας των αλκιδών (αλκίμορφα). Ζει στον Βόρειο Ατλαντικό. Έχει συνολικό μήκος σχεδόν μισό μέτρο, πεπλατυσμένο και κοφτερό στα άκρα του ράμφος, κοντές φτερούγες και ουρά, πόδια κοντά, πολύ προς τα πίσω, με τρία δάχτυλα που… … Dictionary of Greek
αβοκέτη — Πουλί καλοβατικό, της τάξης των χαραδριόμορφων. Τον χειμώνα ζει στις βόρειες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Την άνοιξη μεταναστεύει στην κεντρική Ασία και στην Ευρώπη, όπου φτάνει έως την Ολλανδία και τη Δανία. Στην Ελλάδα είναι διαβατικό… … Dictionary of Greek
αιγοθήλης — Πουλί της οικογένειας των αιγοθηλιδών ή καπριμουλγιδών, με πολυάριθμα είδη διαδεδομένα σε όλη τη Γη, εκτός από ορισμένα νησιωτικά συμπλέγματα του Ειρηνικού και από τις πολικές περιοχές. Είναι γνωστός και με τα κοινά ονόματα λαγοβυζάστρα,… … Dictionary of Greek